Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Γεωργία Μπλάνα - περασμένη στη Λήθη




  • Γιάννης Πανουτσακόπουλος
    Γιάννης Πανουτσακόπουλος

    ΜΠΛΑΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑ Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το έτος 1930. Από μικρή ήρθε στην Αθήνα και το 1950 άρχισε να ασχολείται με το τραγούδι επαγγελματικά. Εργάστηκε σε πάρα πολλά κέντρα της Αθήνας και με τους καλύτερους καλλιτέχνες όπως: Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Βαγγέλη Περπινιάδη, Κώστα Ρούκουνα, κ.ά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε τη δισκογραφία. Ηχογράφησε πάνω από 20 τραγούδια, όλα το ένα ωραιότερο από το άλλο. Πρόκειται για μια εξαιρετική καθαρότατη φωνή που την κατατάσσει μεταξύ των πρώτων της γενιάς της. Εργάστηκε και στο εξωτερικό. Στην Αμερική για κάμποσα χρόνια και έδωσε το παρόν σε πολλά κράτη της Ευρώπης. Όμως ο μητρικός της ρόλος της επέβαλε να αποσυρθεί από τον καλλιτεχνικό της χώρο πολύ νωρίς γύρω στα 35 της χρόνια. Τα πιο γνωστά της τραγούδια είναι τα: «Όλα τα δέντρα ανθίσανε» και «Χελιδόνι μου», με κλαρίνο του Βασίλη Μπατζή, «Νύχτα εγώ σε φίλησα», με κλαρίνο του Κώστα Κοντογιώργου, «Παντρεύεται η Αναστασιά», με κλαρίνο του Γιώργου Ανεστόπουλου κι άλλα πολλά.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

0 Βάκιλλος του Ρεμπέτικου



Καλησπέρα σας,


Λέγομαι Κώστας Λαδόπουλος.
Ευχαριστούμε πολύ που μας μας κάνατε την τιμή να΄ρθείτε εδώ απόψε για να βρεθείτε μεταξύ σας, να φάτε και ν΄ακούσετε μουσική.

Έχουμε μαζί μας την Αθηνά Λαμπίρη, ένα καινούριο jet, όπως λέω εγώ, στο χώρο του Ρεμπέτικου, με μιά κοφτερή και διαφορετική φωνή απ΄αυτές που ξέρετε και, το Σπύρο Κονσολάκη που, με τα ασημένια δάχτυλά του μου έδωσε τη χαρά να αποφύγω να καλέσω ένα μπουζούκι.

Έχω επίσης δίπλα μου την καλή και πολύ έξυπνη φίλη Ελένη Πανούση, που είναι σαν ένα λεξικό που πατάει σε δυό πόδια, και θα με διακόπτει για να μεταφράζει αμέσως όποια λέξη μπορεί να είναι λίγο δύσκολη ή ασυνήθιστη.
Πέρα απ΄αυτό, σας παρακαλώ να σηκώνετε το χέρι σας κάθε φορά που δε ξέρετε μιά λέξη και θα σας την εξηγούμε.

Εγώ θα σας πω μόνο λίγα λόγια. Τα λόγια αυτά θα είναι κάτι σα μικρές επικεφαλίδες για να σας κάνουν, ίσως, να ενδιαφερθείτε και να ξανάρθετε όταν θα κάνουμε τέσσερεις συναντήσεις για το Ρεμπέτικο, όπου η τέταρτη θα είναι για να μπείτε στο νόημα και να σας δείξω πως περίπου χορεύεται το ζεϊμπέκικο.

Είναι πολύ πιθανό ότι για κάποια απ΄τα πράγματα που θα πω να μη συμφωνείτε. Στο τέλος, όσες και όσοι θέλετε, πείτε τα. Ας γίνει μιά μικρή κουβέντα μεταξύ μας και όσοι θέλουν ας συμμετέχουν.

Ο τρόπος που βλέπω το Ρεμπέτικο δεν είναι με κλειστά τα μάτια, αφημένος στην αγάπη που έχω γι αυτό. Θέλω, και το βρίσκω αναγκαίο, να τραβάω παράλληλες γραμμές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, να ψάχνω και να βρίσκω στοιχεία που αφορούν τις σχέσεις των δυό φύλων, όχι μόνο των τότε ανθρώπων αλλά και των σημερινών.

Είμαι, προσωπικά, πολύ ευαίσθητος σε θέματα που προσβάλλουν ή υποτιμούν τις γυναίκες και έχω περάσει αυτή τη ματιά μέσα στο Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο. Μέσα απ΄αυτή την οπτική γωνία επέλεξα, το πρώτο μέρος από τα αποψινά τραγούδια που θα σας πουν.


Να ξέρετε ότι δε θα μπω καθόλου σε ιστορικές λεπτομέρειες. Άλλα θα σας πω.

Λοιοιπόοοον...

Γιατί η βραδιά έχει τον τίτλο “ο Βάκιλλος του Ρεμπέτικου”.

Γιατί αυτή η μουσική, έτζι και μπει μέσα σ΄έναν άνθρωπο, με το σωστό τρόπο, μένει εκεί για πάντα και βασανίζει, κατατρώει, χύνεται μέσα στο αίμα και του αλλάζει το χρώμα του. Όταν ματώσει, ο φορέας του βάκιλλου και τρέξει έξω αίμα, έχει το γνωστό χρώμα γι αυτούς που δε βλέπουν, αυτούς που δεν έχουν το βάκιλλο. Αυτοί όμως που τον έχουν, βλέπουν ένα άλλο αίμα σε χρώμα ούλτρα μαρίνας, ανακατωμένο με το χρώμα του μπρούτζου.
Αυτή η αλλαγή στο χρώμα του αίματος σε κάνει αλλιώτικο. Δε μπορείς πιά να είσαι σα τους άλλους, δυσκολεύεσαι να διασκεδάζεις μαζί τους, με άλλες μουσικές. Σου φαίνονται χλιαρές, νερουλές. Δε σε γεμίζουν, δε μπορούν να σε φέρουν στην έκσταση.

Αυτός ο βάκιλλος μοιάζει μ΄ αυτή τη δαιμονική φωτιά που οι Ισπανοί τη λένε ντουέντε.

Ο βάκιλλος κυνηγάει κύρια τους αρσενικούς. Μπορεί να τους καταστρέψει, να τους κλέψει για πάντα τον ύπνο των νυχτών, να τους πνίξει μέσα στα ποτά και τα τσιγάρα. Έτσι την πάθαν πολλοί και συνέχεια συμπληρώνεται αυτός ο στρατός των βακιλλοφόρων. Οι μεγάλοι φεύγουν για τον άλλο κόσμο και τις θέσεις τους παίρνουν καινούριοι. Οι καινούριοι είναι αλλιώτικοι, δεν είναι παράξενο. Δε ζυγίζουν το ίδιο. Μπαίνουν στο στρατό περισσότερο γιατί ψάχνουν μιά ταυτότητα κι εκεί μέσα βρίσκουν ένα τρόπο να είναι. Μέχρι να καταλάβουν τι συμβαίνει, ο βάκιλλος έχει κιόλας εγκατασταθεί μέσα τους κι έχει κολλήσει σα βδέλλα.
Είναι επικίνδυνο το Ρεμπέτικο. Δεν είναι παίξε – γέλασε.

Η λέξη Ρεμπέτικο και η λέξη μπουζούκι θεωρείται ότι, δυστυχώς, πάνε μαζί. Είναι σα μαγνήτες. Το μπουζούκι ήταν ο νικητής.
Αυτό που κάνουμε απόψε, μιά μικρή εκδήλωση για το Ρεμπέτικο και δεν έχουμε ένα μπουζούκι, είναι ένα είδος κάθετης ανατροπής. Δε το έκανα τυχαία αυτό.


Λένε ότι το Ρεμπέτικο έχει έμμεση σχέση με τα αμερικάνικα blues, το tango, το flamenco τα fados της Πορτογαλίας. Υπάρχει μιά μικρότερη ή μεγαλύτερη αλήθεια σ' αυτό.

Λένε κάποιοι ότι το Ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι του ελληνικού υπο-κόσμου. Υπόκοσμος οργανωμένος με την έννοια που υπήρχε σε άλλες χώρες, δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Τραγούδι κάποιων περιθωριακών, στην αρχική περίοδο του πειραιώτικου Ρεμπέτικου ναι, θα μπορούσαμε να πούμε.

Πολλοί και πολλές από σας έχετε ακούσει Ρεμπέτικα, εδώ κι εκεί.
Θέλω να σας πω, φιλικά, ότι αυτό που έχετε ακούσει είναι ένα μικρό μικρό τμήμα αυτής της μουσικής. Είναι αυτό το μικρό μικρό κομμάτι που διαλέγουν να παίζουν οι αντρικές κομπανίες γιατί τους βολεύει.
Να ένα σημείο που μπορούμε, για μισό λεπτό, να σταματήσουμε.

Τί εννοώ βολεύει στα αντρικά μουσικά σχήματα να παίζουν κάποια συγκεκριμένα τραγούδια;

Εκεί μπαίνουμε ΚΑΙ σε θέματα ψυχολογίας και σχέσεων των δυό φύλων (τότε, σήμερα, ίσως και ΠΑΝΤΑ) που μ΄ενδιαφέρει μέσα στο Ρεμπέτικο.

Δε θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα πω μόνο ότι, υπάρχει στην Ελλάδα πλατιά διαδομένη η άποψη ότι το Ρεμπέτικο ύμνησε τη γυναίκα. Έτζι πιστεύουν όλοι και οι γυναίκες το ακούνε αυτό με ευχαρίστηση. Μμμ, ναι, ύμνησε τον έρωτα. Όπως κάνουν όλα τα τραγούδια του κόσμου.

Βασικά όμως έκανε κάτι άλλο και αυτό δεν ειπώνεται. Την ερωτεύτηκε τη γυναίκα, μέσα στο γενικότερο μπέρδεμα και την υπερπληθώρα προσφοράς που υπήρχε τότε, απειλήθηκε απ΄αυτήν, πληγώθηκε απ΄την εγκατάλειψη, προσπάθησε να τη φέρει πίσω λέγοντας “γύρισε πίσω κι εγώ σε συγχωρώ”, την απείλησε, της θύμισε ότι υπάρχουν κι άλλες στην ουρά, την κλάδεψε ψυχολογικά λέγοντας πως δε θά΄ναι για πάντα νέα, έκανε ότι μπορούσε για να τη δαμάσει, κάτι που είναι βασικός αντρικός μηχανισμός.
Δεν κριτικάρω το αντρικό φύλο, σκιαγραφώ μόνο τι γινόταν τότε. Μόνο τότε;

Τα Ρεμπέτικα και τα σμυρνέικα ήταν τραγούδια που απευθύνονταν στους νέους ανθρώπους. Αυτό είναι σημαντικό να το θυμόμαστε.

Κάτι άλλο είναι ότι, τη δεκαετία του ΄30, που γράφτηκαν τα πιό σημαντικά τραγούδια, υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός νέων γυναικών στην Ελλάδα.
Οι λόγοι ήταν, οι νεκροί άντρες από τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και οι νεκροί της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Εδώ πρέπει να σας πω ότι σε μιά Ελλάδα που είχε περίπου 4,5 εκ. πληθυσμό, προστέθηκε 1,6 εκ. Προσφύγων που είχε πάρα πολλές μόνες γυναίκες που χάσαν τους άντρες τους ή αυτοί κατακρατήθηκαν στην Τουρκία (150.000 άντρες μεταξύ 12 ετών και 50) και, οι νέες γυναίκες που έρχονταν στην πόλη από την ελληνική επαρχία για να βρουν δουλειά σε μιά ελαφρά βιομηχανία που προσπαθούσε να εξελιχθεί.
Έτζι καταλαβαίνουμε καλύτερα τον αριθμό 10 που υπάρχει σε πολλά τραγούδια.
Φεύγει αυτή και βρίσκεις 10.

Εδώ πρέπει να πω ότι υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα. Οι μόνες γυναίκες των αρσενικών προσφύγων που κατακρατήθηκαν στην Τουρκία δε γνώριζαν οι άντρες τους ζουν και αν θα γύριζαν πίσω. Ήταν αυτές που τις λέγαν ζωντοχήρες ή χήρες και υπάρχουν πολλά τραγούδια γι αυτές. Αυτές οι γυναίκες καταπιέζονταν γιατί ήταν πιό απελευθερωμένες απ΄τις ντόπιες Ελληνίδες, είχαν ανάγκη να έχουν έναν άντρα δίπλα τους, αλλά έπρεπε να σκέφτονται και τα σχόλια του περίγυρου, ενώ δε ξέραν καθόλου αν ο άντρας τους θα επέστρεφε ξαφνικά ή αν ήταν χαμένος για πάντα.
Μεγάλωσα ακούγοντας στο ραδιόφωνο, κάθε μέρα, ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού για αγνοούμενους άντρες.

Τρίτο σημαντικό. Χρησιμοποιούμε γενικά τη λέξη Ρεμπέτικο για να χαρακτηρίσουμε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής που πέρασε στη δισκογραφία, κυρίως ανάμεσα στο 1930 και ως την αρχή του 1950. Πολύ χοντρικά μιλάω, ενώ δεν είναι έτζι ακριβώς.
Μετά το ΄50 η Ελλάδα είχε ανάγκη να ξεχάσει και γύρισε την πλάτη στα παλιά.
Βασικά, εννοούμε το πειραιώτικο ρεμπέτικο που ήταν ο νικητής και παραμέρισε τη μουσική των προσφύγων που, γενικά, την αποκαλούμε σμυρνέικα.
Υπάρχει πλατιά μιά άποψη ότι τα Σμυρνέικα ήταν ένα είδος εφηβικής ηλικίας του Ρεμπέτικου, πράγμα
που είναι τελείως λάθος.


Το 1949 ο Μάνος Χατζηδάκις, στα 24 χρόνια του τότε, αποφάσισε να μιλήσει για το Ρεμπέτικο σε μιά διάλεξη και πήγαν οι αστοί να τον ακούσουν. Η διάλεξη αυτή θεωρήθηκε ιστορική, όχι γιατί είπε κάποια καταπληκτικά πράγματα, αλλά γιατί τόλμησε να μιλήσει γι αυτή τη μουσική που την έβλεπαν σα κάτι βρώμικο. Μετά από κάποια χρόνια ο Χατζηδάκις βαρέθηκε , είχε και δίκιο και, σε μιά στιγμή, μίλησε για τη μιζέρια του Ρεμπέτικου


Μίλησε λοιπόν ο Χατζηδάκις για ένα ανικανοποίητο ερωτισμό (μιά αγαπημένη του έκφραση) και μιά διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, με οποιοδήποτε τεχνικό μέσον, όπως είναι το χασίσι και τα άλλα ναρκωτικά κλπ. κλπ.

Ανικανοποίητος ερωτισμός δεν υπάρχει στο Ρεμπέτικο. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα. Είναι μιά μυθοποιημένη έννοια που χρησιμοποιείται πολύ στην Ελλάδα και λειτουργεί
σα δικαιολογητικό, σαν άλλοθι, για ένα σωρό συμπεριφορές.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του '30, γυναίκες υπήρχαν με το τσουβάλι, όπως λέμε και, παρόλο που οι μαμάδες τους ήταν Κέρβεροι, τα ήθη ήταν πολύ πιό ελεύθερα απ΄ότι νομίζουμε.

Διάθεση φυγής απ΄την πραγματικότητα μέσω του χασισιού και άλλων ναρκωτικών.
Τα ναρκωτικά ήταν πάντα φαινόμενο των πολύ φτωχών και των πλούσιων κοινωνιών, αν αυτό σας λέει κάτι.
Η διάθεση φυγής απ΄την πραγματικότητα ήταν πολύ λογική για τότε, όπως είναι και πολύ λογική σήμερα.

Μόνο ένα μικρό ποσοστό στο Ρεμπέτικο περιέχει τραγούδια που μιλάν για το χασίσι και όλ΄αυτά τα τραγούδια είναι πολύ όμορφα μουσικά.

Η μεγάλη αξία του Μάνου Χατζηδάκι είναι κάτι δεδομένο. Η λεπτή του ευαισθησία ήταν αρκετή για να τον εμπνεύσει, να κάνει ένα περίπατο μέσα στο Ρεμπέτικο και να συνθέσει μιά σειρά από πολύ όμορφα έργα. Δε μπορούσε, ούτε και τον ενδιέφερε, να καταλάβει περισσότερο.

Ας τ' αφήσουμε όμως όλ΄αυτά. Ας δούμε για μερικά ακόμα λεπτά, ποιά σχέση μπορεί να έχετε ΕΣΕΙΣ και η σημερινή ζωή σας με το Ρεμπέτικο.

Μη σας φαίνεται παράξενο αυτό που λέω.

Το Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο κρύβουν κάποια μοναδικά πράγματα μέσα τους και ο πλούτος τους είναι άγνωστος στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και, πόσο μάλλον, των ξένων.
Έχουμε περάσει από την επιφάνεια του προσώπου του και, είτε αποστρέψαμε το δικό μας πρόσωπο, είτε βαρεθήκαμε, είτε κολλήσαμε σε μιά μικρή περιοχή του κι εκεί μείναμε και ανακυκλώνουμε.

Το πιό σημαντικό είναι ότι οι στίχοι αυτής της μουσικής, μέσα στην απλότητά τους, μεταφέρουν ένα σωρό πληροφορίες, πληροφορίες ξυπόλητες, χωρίς φτιασίδια, για το πως αισθάνονται οι άντρες απέναντι στις γυναίκες.

Θα σκεφθείτε ίσως ότι, ναι, τότε. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έχουν αλήθεια αλλάξει; Ναι, αρκετά, στην επιφάνεια. Κάτω απ΄αυτήν όμως, κάτω στο θολό βυθό υπάρχουν οι ίδιοι φόβοι, οι ίδιες αυτοματικές τάσεις. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα όσο πιστεύουμε. Αλλάζει η επιφάνειά τους.

Αν έδινα κάποιες επικεφαλίδες για το πως θίγεται το θέμα των γυναικών μέσα σ΄αυτή τη μουσική αυτές θα ήταν οι παρακάτω. Μιλάω για την αντρική μεριά γιατί το Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο είναι μιά αντρική υπόθεση και άντρες, κατά 99% γράψαν τους στίχους:

Όπως είπα και πιό πριν, υπήρχε ένα γυναικομάνι, οι γυναίκες ήταν υπεράριθμες, ιδιαίτερα στην Αθήνα, τον Πειραιά και τις γύρω περιοχές του.

ο αρχικός έρωτας και η παραζάλη του.

Η μπαμπεσιά και η καχυποψία. Η λέξη μπέσα είναι αλβανική και μιά εύκολη εξήγησή της είναι, ένα πρότυπο συμπεριφοράς με βάση τις αξίες μιας ομάδας ατόμων.
Η λέξη μπαμπέσης είναι κι αυτή αλβανική (pabese) και χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι πονηρός και ύπουλος. Όταν χρησιμοποιείται για μιά γυναίκα εξηγεί το μεγάλο πρόβλημα των αρσενικών. Ότι δε μπορούν να καταλάβουν τις γυναίκες, τις θεωρούν απρόβλεπτες και πιστεύουν ότι χρησιμοποιούν δόλιους τρόπους για να πετύχουν τους σκοπούς τους.
Και ποιοί είναι, σύμφωνα με τους άντρες οι δυό σημαντικότεροι σκοποί των γυναικών;
Να τους τυλίξουν ή να τους φάνε τα λεφτά τους.

Και μιά και μπήκα για μιά στιγμή στη λέξη “μπαμπέσης”, κάτι ακόμα.
Η λέξη άνθρωπος, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, είναι γένους αρσενικού.
Σαν εξαίρεση ανασύρω τη σουηδική γλώσσα όπου η λέξη είναι θηλυκού γένους.
Ήδη απ΄την ελληνική αρχαιότητα, αλλά και στο Χριστιανισμό, ο άνντρας είναι το βασικό και αρχικό ον. Η γυναίκα είναι ένα συμπλήρωμα που πλάστηκε μετά απ΄αυτόν.
Η γυναίκα είναι κάτι “άλλο”. “Αναγκαίο κακό” τη λέγαν στην αρχαιότητα.

“Μας παιδεύουνε, μας ψήνουν και θα μας τρελάνουνε κι όμως, δίχως τις γυναίκες μιά στογμή δε κάνουμε” λέει ένας απ΄τους πιό γνωστούς συνθέτες εκείνης της εποχής.

(ότι θέλουν οι γυναίκες)

Κάπως έτσι βλέπουν τις γυναίκες οι άντρες που παίζουν Ρεμπέτικα ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.
Κυρίως, δε τους αρέσει να παίζουν κάποιο όργανο. Προτιμούν να παίζουν εκείνοι και οι γυναίκες να τραγουδάνε.

Η άποψη αυτή λοιπόν υπήρχε μέσα στο Ρεμπέτικο και υπάρχει και σήμερα στους μουσικούς.
Συνειδητά ή ασυνείδητα.
Υπάρχουν τραγούδια, τα περισσότερα δηλαδή, που θεωρούνται ανδρικά.
Απορούν και ενοχλούνται όταν τα πει μιά γυναίκα.
Σας λέω τους στίχους ενός τέτοιου τραγουδιού που θα σας το πει ο Σπύρος Κονσολάκης.

Με πολεμάς μπαμπέσικα, 
τρικλοποδιές μου βάζεις
να με τουμπάρεις δεν μπορείς 
και άδικα κοπιάζεις.
Στην πιάτσα που μεγάλωσα 
αυτά δεν τα μασάνε
άσε λοιπόν τις μηχανές 
γιατί δε σου περνάνε.
Γιατί θ’ αρχίσω πια κι εγώ 
τα ίδια να σου κάνω
και στο ξερό κεφάλι σου 
νταλγκάδες θα σου βάλω.



Αυτά που αναφέρει το πολύ όμορφο αυτό τραγούδι θεωρούνται a priori ότι μόνο μιά γυναίκα μπορεί να τα κάνει σ΄έναν άντρα, πράγμα τελείως λάθος. Οι στίχοι περιέχουν, εν συντομία, τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί μιά γυναίκα που είναι προωρισμένη για τελείως συγκεκριμένους ρόλους.

H ζήλεια και η προσοχή στις γνώμες του περίγυρου.
Το δεύτερο είναι κάτι που παίζει πάντα μεγάλο ρόλο στους άντρες. Άσχετα αν ήταν οι ρεμπέτες του τότε ή ένας στέλεχος μιά σημερινής επιχείρησης. Ένας άντρας έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα στο να διαχειριστεί τα λόγια που λεν οι άλλοι γι αυτόν, ιδιαίτερα αν λένε για τη γυναίκα με την οποία έει να κάνει.

Χωρισμός και η θλίψη της ερημιάς
Κυρίως μέσα στο Ρεμπέτικο, πολύ λίγο μες το Σμυρνέικο, υπάρχει πολύ εγκατάλειψη, ιδιαίτερα απ΄τη μεριά των γυναικών. Οι γυναίκες βλέπουν την αυτοκαταστροφή, τα ξενύχτια, τα ποτά, το χάσιμο, φεύγουν για να βρουν κάτι πιό σταθερό. Λογικό είναι. Οι άντρες, κατά κανόνα, δε καταλαβαίνουν γιατί τους αφήνουν οι γυναίκες. Μέσα στο Ρεμπέτικο δε καταλαβαίνουν ΚΑΘΟΛΟΥ κι έτζι, ρίχνουν σ΄εκείνες το φταίξιμο.

Η φράση “γύρισε πίσω κι εγώ σε συγχωρώ”, όταν ποτέ δεν αναφέρεται τι έκανε εκείνος, είναι πολύ συνηθισμένη.
Εκεί, στον πόνο της εγκατάλειψης και του χωρισμού αρχίζει μιά καφκική ατμόσφαιρα που πετιέται στις γυναίκες. Τους λένε ότι θα το μετανιώσουν, ότι αν ξαναγυρίσουν θά΄ναι αργά, ότι τα νιάτα τους γρήγορα θα περάσουν και δε θα γυρνά κανείς να τις κοιτάξει κλπ.

Σας δίνω ένα παράδειγμα.
(Καπριτσιόζα – Μητσάκης, Γεωργακοπούλου, Στελλάκης)

Καπριτσιόζα, σκέψου καλά τι πας να κάνεις,
πριν φύγεις, σκέψου το καλά.
Μπορεί να είμαι λίγο αλάνης
μ΄αξίζω τάλληρα πολλά.

Καπριτσιόζα, σκέψου καλά προτού με χάσεις,
ζήσε στο πλάι μου φτωχά,
με άλλον άντρα δε θα μονοιάσεις,
εγώ σε νιώθω μοναχά.

Καπριτσιόζα, όπου κι αν πας κι όπου γυρίσεις,
όσο και να μη μ΄αγαπάς,
τη συντροφιά μου θα νοσταλγήσεις
και σαν τρελή θα με ζητάς.

Με μιά πρώτη ανάγνωση, το τραγούδι δείχνει φόβο εγκατάλειψης και διεκδίκηση του ερωτικού αντικειμένου από τη μεριά ενός άντρα. Άρα, κατατάσσεται στα ερωτικά.

ΟΜΩΣ,
Έχοντας όμως στην πίσω τσέπη μου τους στίχους πάνω από 10.000 τραγουδιών, ξέρω τι παιχνίδι παιζόταν (και παίζεται και στις μέρες μας).
Ο άντρας δηλώνει, “αυτοκριτικά”, ότι είναι “λίγο αλάνης” (άντρας είναι, έτσι είναι η ζωή, έχει το πράσινο φως για να το κάνει), δηλώνει ότι είναι φτωχός (η έννοια της φτώχειας είχε άλλο περιεχόμενο
τότε. Ήξεραν ότι αν γεννήθηκαν φτωχοί, εκεί θα μείνουν. Δεν είχαν τις ουτοπικές(εν μέρει) φαντασιώσεις που μπορεί να έχει ένας σημερινός φτωχός) ΑΛΛΑ, “αξίζω τάλληρα πολλά”.
Προβάλλει δηλαδή τις όποιες άλλες αρετές του, όπως κι ένα φτωχό κορίτσι του τότε και του σήμερα, έχει να προβάλλει την εμφάνισή του.
Το “σαν τρελή θα με ζητάς” είναι το στερεότυπο μοτίβο που σας έλεγα πιό πριν.
Κι ακόμα, υπάρχει και το “όσο και να μη μ΄αγαπάς”...


Τα χρόνια περνούν, οι άντρες μεγαλώνουν, κουράζονται, οι γυναίκες έχουν τακτοποιηθεί και αρχίζουν τα τραγούδια της πραγματικής μοναξιάς.

//////////////////////////////

'Αφησα για τελευταία επικεφαλίδα δυό θέματα που τα θεωρώ πολύ σημαντικά.

Σας είπα ότι οι στίχοι είναι γραμένοι κατά 99% από άντρες. Κι όμως, υπάρχουν πολλά τραγούδια που οι στίχοι είναι έντονα αυτοκριτικοί. Ρεζιλεύουν πολλές φορές την ίδια τη μαγκιά που σ΄αυτήν απευθύνονταν. Αυτό είναι ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο σε μουσικούς στίχους, παγκόσμια.
Αφενός δείχνει τη καθαρότητα του μυαλού των όποιων στιχουργών που κυκλοφορούσαν μέσα στην πιάτσα, παίρναν τα ερεθίσματα, ήταν κι οι ίδιοι μάγκες αλλά διέκριναν και το αδιέξοδο και το γελοίο κάποιων συμπεριφορών.
Το ερώτημα που πλανιέται στον αέρα είναι, γιατί αγοράζονταν αυτοί οι δίσκοι από άντρες, γιατί οι άντρες αγόραζαν δίσκους.

Η λέξη Παράπονο. Αυτή είναι η μιά λέξη που χαρακτηρίζει γενικά το Ρεμπέτικο και το αστικό λαϊκό ως το 1950.
Μιλώντας με νέους ανθρώπους συνειδητοποίησα, για πολλαπλή φορά στη ζωή μου, ότι πρέπει πιά να δίνουμε εξηγήσεις ακόμα και για τις λέξεις. Οι λέξεις αλλάζουν πρόσωπο με τα χρόνια.
Παράπονο για τους παλιούς είναι μιά μαλακή λέξη. Αυτός που εκφράζει ένα παράπονο λέει για κάτι που του λείπει, για κάτι που το νιώθει σα λάθος, με μαλακό όμως τρόπο. Δε φωνάζει, δε θυμώνει, παραπονιέται. Όταν η λέξη χρησιμοποιείται μέσα σε ερωτικές σχέσεις παίρνει ένα χνούδι χαδιού σχεδόν. Σήμερα όμως μπορεί να εκληφθεί και σα κριτική και σα γρίνια. Εκεί, χάνεται το παιχνίδι και πρέπει να εξηγήσουμε.

Απ΄την άλλη μεριά όμως, το παράπονο όταν επαναλαμβάνεται μπορεί και να είναι ένας μοχλός καταπίεσης. Οι Ελληνίδες μάνες χρησιμοποίησαν το παράπονο στα παιδιά τους, ιδιαίτερα στους γιούς τους, για να πετυχαίνουν αυτά που ήθελαν.
Μέσα στη μουσική για την οποία μιλάμε απόψε, το παράπονο, και είναι αυτό που ο Χατζηδάκις ονόμασε “ερωτικό ανικανοποίητο” ήταν μιά ανάγκη μεν, τυφλή δε. Αυτός που παραπονιόταν σκεφτόταν τα πράγματα μόνο απ΄τη δική του μεριά, φορτώνοντας το λάθος στο σύντροφό του, δηλαδή τη γυναίκα.
Μήπως αυτό συμβαίνει και σήμερα; (...)

Τέλος, η Τρυφερότητα. Αυτή είναι η άλλη λέξη που χαρακτηρίζει γενικά το Ρεμπέτικο και το αστικό λαϊκό ως το 1950.
Έχω δουλέψει μ΄ένα υλικό περίπου 15.000 τραγουδιών. Ήταν κάτι που έπρεπε να το κάνω όταν έχτισα
ένα Λεξικό για το Ρεμπέτικο που δεν έχει εκδοθεί ακόμα.
Αυτό που είδα ολοκάθαρα ήταν μιά απίστευτη τρυφερότητα μέσα στη συντριπτική πλειψηφία των στίχων. Σε εποχές πολύ σκληρές, από ανθρώπους που κυκλοφορούσαν μέσα σε μιά αγριεμένη πιάτσα, βγήκε ένα μαλακό και τρυφερό υλικό.

Δε θέλω να σας κουράσω άλλο.
Πέρασα πολύ γρήγορα μέσα από πολλά θέματα, αγγίζοντας μόνο την επιφάνειά τους.
Σας είπα απ΄την αρχή πως θα μιλήσω με επικεφαλίδες και όλ΄αυτά θα ειπωθούν με περισσότερες λεπτομέρειες και περισσότερες συγκρίσεις με τη σημερινή ζωή, στις επόμενες 4 συναντήσεις που θα οργανώσει ο Lexi – Logos.

Θα ήθελα μόνο να θυμάστε ότι μιά τέτοιου είδους προσέγγιση δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα και γι αυτό οι 4 συναντήσεις θα είναι τόσο σημαντικές όσο και η διάλεξη που έκανε ο Μάνος Χατζηδάκις το 1949.

Σας περιμένουμε. Δε θα το μετανιώσετε.

Μπορείτε να με ρωτήσετε ότι θέλετε και, αν μπορώ, θα σας απαντήσω.


Οι Ισπανοί μιλάνε γιά το "ντουέντε", μιά δαιμονική, σκοτεινή δύναμη που μπαίνει μέσα στους δημιουργούς και τραγουδιστές του φλαμένκο και τους βάζει φωτιά. Φωτιά που μεταδίνεται κατόπιν στους ακροατές. 
Εγώ, σαν Έλληνας, βλέπω τους αγγέλους στη θέση του ντουέντε. Άσχετα με το αν πιστεύει κανείς σε τέτοια πράγματα, χρειάζομαι κάτι γιά να εξηγήσω το διαβολεμένο ταλέντο των περισσότερων που κυκλοφορούσαν μέσα στον κόσμο του ρεμπέτικου. Αυτό το κάτι, θεωρώ πως δε το ήξεραν. Ας μη παρεξηγηθώ. Εννοώ, γιά παράδειγμα, ο Δημήτρης Ατραϊδης ήταν πολύ πιό μεγάλος απ' ότι μπορούσε να πίστευε ο ίδιος, και θεωρώ το ίδιο γιά τον Τσιτσάνη και πολλούς άλλους. Ο τελευταίος το ήξερε, το καταλάβαινε και το έβλεπε από νωρίς, εισπράττοντας μεγάλη αποδοχή. Ήταν όμως πολύ ικανότερος απ' ότι αφηνόταν να πιστεύει. 


Μιλάω γι αυτή την εσωτερική δύναμη που έκανε κάποιους απ' αυτούς τους δημιουργούς, συνθέτες, μουσικούς, παρατηρητές της ζωής που τους τραβούσε απ' τα "εύκολα" και τους ξέσκιζε τα σωθικά, δίνοντάς τους έμπνευση.



Δε μιλάω γιά τρυφερά και στρουμπουλά αγγελάκια της Αναγέννησης, ούτε για τα "ροζ" σκαλιστά που μας έρχονταν από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όταν είμασταν παιδιά. 
Μιλάω, στην πιό απλή περίπτωση, για σκληρούς, βλοσυρούς αγγέλους, σα τους βυζαντινούς που νιώθαμε να μας κοιτάζουν αυστηρά από τους εικονογραφημένους τοίχους των εκκλησιών.


Μιλάω γιά τους αγγέλους της δημιουργίας που δε χαρίζουν κάστανα, δε ξεγελιούνται και απαιτούν το μεδούλι του δημιουργού για να δώσουν τη χάρη τους.


Μιλάω γιά αγγέλους πολλών ειδών και μεγεθών. Γιά μικρούς και ανάλαφρους, μέχρι ογκώδεις και μεγάλους σα τζετ. Γι αυτούς που μπορούν να πετάν ανάλαφρα μέσα στη χλόη και γιά άλλους που σκοτεινιάζουν τις νύχτες το φεγγάρι, περνώντας από μπροστά του.


Γιά μαγκίτες, μυστακιοφόρους αγγέλους που στήριζαν τοΓιώργο Μπάτη όταν πήγαινε τρικλίζοντας στην αίθουσα φωνοληψίας,


γιά αγγέλους με φυσερά που φούντωναν τις φωτιές που έκαιγαν το Μάρκο,


γιά διάφανους αγγέλους που ευλογούσαν τη φωνή της υγρήςΣτέλλας Χασκίλ, βάφοντάς την με βέλούδινα, μελαγχολικά χρώματα,


γιά σύννεφα από αγγέλους και αηδόνια που συνωστίζονταν στα λαρύγγια του Νταλκά και του Στράτου,


γιά παλιούς, ηλικιωμένους και νοτισμένους με θάλασσα αγγέλους που τσίτωναν τις φωνητικές χορδές της Μαρίκας Παπαγκίκα και σκίζαν το κερί της μήτρας του δίσκου,


γιά Μικρασιάτες αγγέλους που φυσούσαν με χοάνες μέσα στη φωνή του Βαγγελάκη Σωφρονίου,






γιά τον ξύλινο άγγελο - ακρόπρωρο που βυθίζονταν μέσα στα κύματα της φωνής του Δημήτρη Ατραϊδη, όταν τραγουδούσε τον Ουσάκ μανέ "Πόσοι εχθροί μου φαίνονται σα μπιστεμένοι φίλοι, μα έχουν φαρμακερή καρδιά και ζαχαρένια χείλη",


για θηλυκούς αισθησιακούς αγγέλους που σήκωναν στα φτερά τους την εύθραυστη τη Ρίτα την Αμπατζήτη σιδερένια Ρόζα τηνΕσκενάζιτην περήφανη Πολίτισσα Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, το μαύρο πολυεδρικό διαμάντι Μαρίκα Καναροπούλου και τη μερακλού και άγνωστη Κατίνα Χωματιανού, 


γιά είκοσι αγγέλους που κάθονταν πάνω στα ασημένια δάχτυλα του Χρυσίνη και του Καρίπη,


γιά τον εφήμερο, ιδιόμορφο και αυστηρό άγγελο που φτερούγιζε μες την καρδιά του Βαγγέλη Παπάζογλου και του ψιθύριζε, "βιάσου, γιατί οι εκλεκτοί φεύγουν γρήγορα",


γιά τον Αγιορείτη άγγελο που χτυπιόταν με το δαιμονικό ντουέντε του Νούρου,


τους επαρχιακούς αγγέλους που ωθούσαν την αρρενωπή φωνή της Νταίζης Σταυροπούλου και τη χορταρένια φωνή της τρανήςΓεωργίας Μηττάκη,


τους μπρούτζινους αγγέλους που πετούσαν πίσω και πάνω από τη "Φλορέτα" με τα ελληνικά σημαιάκια του Στέλιου Κερομύτη,


γιά τον πολύχρωμο, δαιμονικό άγγελο που άπλωνε διάφανο πέπλο ανάμεσα στον κόσμο και στον απρόσιτο Τσιτσάνη,βασανίζοντάς τον και φωτίζοντάς τον,


και γιά άλλους πολλούς αγγέλους πάνω στα βιολιά, τα ούτια, τα σαντούρια, τα μπάντζα, τις αρμόνικες, τις κιθάρες, τα μπουζούκια, τους μικρούς μπαγλαμάδες.


Αγγέλους που κάγχασαν ειρωνικά με τις απαγορεύσεις τενεκεδένιων δικτατόρων, που αηδίασαν με το ψεύτισμα, που σχημάτισαν σμήνη και φύγαν μακριά και κρύφτηκαν, περιμένοντας άλλους καιρούς γιά να ξανάρθουν, να βασανίσουν και να ξαναφωτίσουν με άλλα φωσάκια τους ορμητικούς, μπουρινένιους άνεμους
δημιουργίας...
-----------------------------------------------------------
ούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ΓιαερΓδφτηδτηδηξτηΓωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες. 







Τετάρτη 1 Μαΐου 2013



Hallo,

This blog seems to be foresaken but this is not the case.
There is a big amount of unusual posts concerning Rebetiko on the right column.

My recent activity has been moved to

http://www.facebook.com/kostas.ladopoulos1


http://www.facebook.com/pages/%CE%A1%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%A6%CE%B8%CE%BF%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CF%8C%CF%82-%CE%9C%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AE/195983530496183

--------------------------------------------------------------------------------------


Το "Thorax and Mind" μοιάζει σα να έχει εγκαταλειφθεί. Όλα τα πράγματα
φτάνουν σ΄ένα σημείο όπου πρέπει κανείς να σταθεί και να συλλογιστεί.
Μέσα εδώ υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη και ασυνήθιστη δουλειά.
Αισθάνομαι ικανοποιημένος και δε μου κάνει καθόλου εντύπωση ότι
αυτό δεν αναφέρεται πουθενά και το blog μοιάζει σα να μην υφίσταται καν.
Αυτό είναι η Ελλάδα και μικρές, πολύ μικρές ελπίδες είχα ότι θα μπορούσε
να υπάρχει μιά άλλη αντιμετώπιση.

Η "δραστηριότητα" που έδειχνα παλιότερα έχει πιά μεταφερθεί στο Fb.

 http://www.facebook.com/kostas.ladopoulos1

 http://www.facebook.com/pages/%CE%A1%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%A6%CE%B8%CE%BF%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CF%8C%CF%82-%CE%9C%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AE/195983530496183


Τρίτη 12 Ιουνίου 2012




το Σουέζ

  
ένα παιχνίδι λόγου ανάμεσα στο χτες, το σήμερα και το αύριο, με μιά αινιγματική γυναίκα
που έκανε έρωτα σαν ένα εφήμερο...

Της άρεζε εκεί μέσα στο ταβερνάκι. Έμεινε όταν είδε πως στη μέση του μακρόστενου και μισοσκότεινου χώρου κυλούσε ένα αυλάκι με τρεχάμενο νερό. Γι αυτό ”το Σουέζ”.
Είχε έρθει με τη Ζωή που την είχε γνωρίσει πριν λίγες μέρες. Εκείνη θα συναντούσε το Μαρίνο Ησιγόνη που κάθονταν τώρα απέναντί της.

Είχαν καθήσει καμιά ωρίτσα. Αυτοί οι δυό λέγαν διάφορα κι εκείνη χάζευε γύρω. Το μαγαζάκι ήταν γνωστό για τις σκοταριές του που μοσχοβολούσαν και κρασί, πρώτο.
”Στέλλα, πρέπει να φύγουμε. Έχω τρεχάματα”. ”Φιλενάδα, δε θα σ΄ακολουθήσω, α δε πειράζει. Μ΄αρέσει εδώ. Θα μείνω λιγάκι ακόμα. Δε πειράζει, ε;”. Άστραψε το μάτι του Μαρίνου. ”Τό΄ξερα πως θα σ΄άρεζε. Εντάξει. Πέρνα απ΄το σπίτι αύριο, αν θες” και σηκώθηκε η Ζωή, κλείνοντας το μάτι της με νόημα. Η Στέλλα κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της προς τα πάνω. Άμπα… Έφυγε, μείναν οι δυό τους. ”Όμορφα που έμεινες, θα μου κάνεις και συντροφιά”, είπε ο Μαρίνος. ”Ναι, μ΄αρέσει το μαγαζί. Παίζουν και φίνα τραγουδάκια και το φαϊ, πολύ πρίμα”. Ναι, καλά, άλλα λόγια… ”Γειά σου λοιπόν”. ”Στην υγειά σου”.

Άρχισε να της λέει ο Μαρίνος και την εξέταζε ερευνητικά. Για την ιστορία του μαγαζιού, τους μουσικούς που έπαιζαν, τη φημισμένη σκοταριά. Τέτοια. Τον άκουγε εκείνη μ΄ένα χαμόγελο. Μετά, την περίμενε κάτι να του πει κι εκείνη. Τίποτα όμως, δε συνέχισε τη κουβέντα. Έστριψε το σώμα της και τα μάτια προς τους μουσικούς και άκουγε.
Μεσημέρι ήταν, καφτερό. Τσιτσίριζε ο ήλιος έξω. Μέσα είχε δροσά. Υγρασία, ευχάριστα ήτανε. Την ανοιχτή πόρτα με ταδυό φύλα, στη μέση της τζαμαρίας της πρόσοψης, σχεδόν δε μπορούσες να τη κοιτάξεις. Σε θάμπωνε ένας κατακλυσμός φωτός που έμπαινε μέσα. Στη τζαμαρία δε τα κατάφερνε. Πρέπει νά΄ταν από χρόνια άπλυτη.

 Την κοίταζε. Είχε σκάλες τα μαλλιά της, φεγγαροπρόσωπη. Το δέρμα της ήταν διάφανο με δυό εξογκωμένα μήλα. Τ΄αριστερό μέρος του στόματός της τρεμόπαιζε κάθε τόσο. Μέτριο ύψος, λιγνή μέση και μάλλον χαμηλοκώλα. Είχε προλάβει να το δει όταν έμπαιναν. Στα γούστα του. Φόραγε ένα λουλουδιαστό φτηνοφορεματάκι με πιέτες στο στήθος που ήταν μικρό και στο λαιμό της κρεμόταν ένα στρογγυλό μαύρο μενταγιόν.

Τά΄ξερε τα τραγούδια και τα ψιλομουρμούριζε. Δεν ήταν κάνα ξεπεταρούδι, ξεβγαλμένη φαινούντανε. Φούμερνε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και του κρασιού του άλλαζε τον Ανανία. Γερό ποτήρι. Η χιλιάρα είχε γεμίσει για τρίτη φορά. Πηδούσε πάντα η αριστερή μεριά του στόματος, αλλά δε μίλαγε.

”Λοιπόν;”. ”Τί;” ”Είστε στενές φιλενάδες με τη Ζωή;”. Άμπα, πριν μερικές μέρες είχαν γνωριστεί.  Κι άντε πάλι τα μάτια της στα όργανα. Ρε, μπας και κοζάρει κανέναν απ΄αυτούς; Σιωπή ξανά.

Βλέπει άξαφνα ο Μαρίνος μέσα στο κεφάλι του την εικόνα κάποιου που κάθεται μπροστά από ένα ανοιγμένο μαραφέτι με φωτεινή οθόνη και διαβάζει ακριβώς αυτά που του συμβαί- νουν. Μιά ημερομηνία γράφει 2011. Κι ο κάποιος χαμογελάει ειρωνικά. Χλευάζει τις δυσκολίες του Μαρίνου. Του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. ”Τι τρέχει, ρε κορόϊδο; Θαρρείς δηλαδή, στην εποχή που έζησα εγώ, είμασταν από κάποια πάστα που όμοιά της δεν έχει ξαναφανεί στο κόσμο; Πως κάναμε ότι μας γούσταρε με τις γυναίκες; Χωράφια αγοράζεις. Εγώ είμαι μάγκας, αλλά μ΄αυτήνα εδώ τα βρίσκω μπαστούνια. Τί να κάνω δηλαδή, μου λες εσύ;”. ”Άντε ρε”, του απαντάει ο έξυπνος από το 2011, ”σ΄αυτό το σημείο αρχίζει η τάξη, ή μάλλον η μεταστατική αταξία από γειτνίαση, του καρκινωματώδους πολλαπλασιασμού (που δεν υπακούει πιά ούτε στο γενετικό κώδικα της αξίας). Έτσι αρχίζει να ξεθωριάζει κατά κάποιον τρόπο, σε όλους μάλιστα τους τομείς, η μεγάλη περιπέτεια της σεξουαλικότητας, των έμφυλων όντων – προς όφελος του προγενέστερου (;) σταδίου των αθάνατων και έμφυλων όντων που αναπαράγονται, όπως τα πρωτόζωα, δι απλής διαιρέσεως του ταυτού και αποκλίσεως από τον κώδικα”.

”Όπα, τί λέει αυτός; Ναι, ε; Α, έτζι είναι σε σας, ε; Εμείς, φιλαράκο, δεν είχαμε τέτοια. Εμείς θέλαμε σταράτα πράματα. Αυτά είναι αρλούμπες για μένα. Α, παράτα με!
Η εικόνα στο κεφάλι του παγώνει και χάνεται. Οι τρεις κίτρινοι γλόμποι βγάζουν, με τη σειρά του ο καθένας, από μιάν ανταύγεια, το τηγάνι με τη σκοταριά της επόμενης παραγγελίας ανασηκώνεται ελαφρά και ξανακάθεται στη φωτιά. Από που διάλο ξεφύτρωσε αυτός; Φαντάσματα στο κεφάλι μου. Το κρασί θα φταίει. Μπα, σε καλό μου.

Η σιωπή δεν είναι μιά νεκρή χορδή. Η σιωπή κουβαλάει λογιών λογιών στοιχεία μέσα της. Μικροστοιχεία σημαντικά που εγκυμονούν άλλα κι αυτά με τη σειρά τους αυτογονιμοποιούν- ται, όπως τα σαλιγκάρια και οι ανδρόγυνες φούσκες του Πλά- τωνα. Η σιωπή όμως για έναν άντρα που έχει απέναντί του μιά γυναίκα είναι πρόξενος πανικού. Ο Μαρίνος, όπως κι όλοι οι άλλοι, έχει ένα μηχανάκι μέσα του που του λέει, πρέπει να μιλάς. Α δε το κάνεις θα βαρεθεί, θα σε νομίσει λίγον, ακατάλ- ληλο. Οι γυναίκες – εσύ το νομίζεις ή είναι έτσι; - θέλουν ν΄ακούνε, να τις κάνεις να γελάνε, να χαχανίζουν, να θαυμά- ζουν τα λεγόμενά σου. Θέλουν ν΄ασχολείσαι μαζί τους, έτσι του λέει το μηχανάκι. Τί να κάνουμε; Έτζι είναι. Μπορείς βέβαια να το παίξεις βαρύς. Κοίτα, εγώ δε λέω πολλά, έτζι είναι η φτιάξη μου κι άμα σου γουστάρει. Άμα δε, πάρε τη βόλτα σου, ”διώχνω αυτή και βρίσκω δέκα”, όπως έλεγε κι ο Μάρκος. Οι γυναίκες είναι πράγματα, ρούχα. Τα φοράς, παλιώνουν, τ΄αλλάζεις. Έτζι, λίγο πολύ νιώθει, στα κατάβαθά του, ομισός πληθυσμός της Γης για τον άλλο μισό, και πάει λέγοντας. Γι αυτό η εξέλιξη, η μόδα, οι θεωρίες διαφόρων ειδικών, όλων αυτών που μας νοιάζονται, εμάς τους κακόμοιρους που δε μπορούμε να σκεφτούμε, όλους αυτούς που δουλεύουν με το μυαλό τους για το δικό μας το χατίρι και τους ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας, γι αυτό μας λανσάρουν τα καινούρια, άφυλα όντα, ένα είδος πολυποίκιλλου τραβεστί. Τί λέγαμε; Α, ναι. Έτζι λοιπόν με το Μαρίνο και την αποτέτοια που κάθεται απέναντί του, αλλά μοιάζει να βρίσκεται κάπου αλλού. Γαμότο, θα με βλέπουν κι απ΄τα άλλα τραπέζια και τι θα λένε. Δε ΄πα να λένε…

Μα, για στάσου. Τί θέλω γω απ΄αυτήν; Τη γουστάρω, για δε τη γουστάρω; Ανάθεμα κι αν ήξερα. Τι κάθομαι και σκάω για το αν θ΄ανοίξει το στοματάκι της ή όχι; Τη παρατάω και παίρνω δρόμο κι ας νομίσει ότι θέλει. Ή να μη φύγω και να προσπαθήσω λιγάκι ακόμα;

 Κοιτάζει σα χαμένος τον ένα απ΄τους τρεις γλόμπους και ξαφνικά, σαν οβίδα απ΄τον ουρανό. ”Να σου πω το χέρι σου;”. Σα να φύσηξε ένας άλλος αέρας μέσα της. ”Το χέρι μου; Τί ΄σαι, τσιγγάνα;”. ”Δε θα σου πω τη μοίρα, για σένα θα σου πω. Κι αν ήμουν τσιγγάνα, τι; Θα πείραζε;”. ”Οχι, λέω, να”. Τι να κάνει; Της άπλωσε τη παλάμη του. Τη κοίταξε, ακούμπησε κάποια σημεία με το δάχτυλό της. ”Μεγάλωσες μόνος σου. Χωρίς πατέρα κι η μάνα έλειπε πολύ. Κλειστός ήσουνα”. Κοιτούσε ο Μαρίνος σα χαζός. ”Κάτσε, εσύ θα με τρελάνεις. Πού τα βλέπεις όλ΄αυτά;”. ”Ασθενικός ήσουνα στα μικράτα σου, πήρες τα πάνω όμως. Σκληρός είσαι. Έχεις κάτσει μέσα. Από μαχαίρι” ”Μη μου πεις τώρα ότι φαίνεται κι αυτό. Τί βλέπεις, κάγκελα μες το χέρι μου;”. ”Όχι, δε βλέπω κάγκελα, μοναξιά βλέπω”. ”Άσε μας, ρε κορίτσι μου…”. Τον ενόχλησε. Πετάχτηκε όρθιος. ”Άλα, ρε Μαρίνο, ρίξε τις βόλτες σου, παλληκάρι μου”, είπε αργόσυρτα η κιθάρα.

Στάθηκε ακίνητος κι έκλεισε τα μάτια του. Κατέβασε το κεφάλι του στο πάτωμα, σήκωσε αργά τα μπράτσα του και δυό τούφες μαύρου καπνού βγήκαν απ΄τα μανίκια του. Ήταν φτιαγμένος. Έγειρε το σώμα του μπροστά, τραβώντας τό΄να πόδι στο πλάι κι έφερε ένα κύκλο. Ξαναόρθωσε το σώμα του και χτύπησε δυνατά με το τακούνι του το δάπεδο. Στο πρόσωπό του κατέβηκε μιά θαμπή πάχνη και τον έκλεισε μέσα της. Ο κίτρινος γλόμπος έβγαλε μιά βραχυκυκλωμένη ανταύγεια κι αυτός έπαψε πιά να είναι εκεί. Ένας στρογγυλός καθρέφτης βγήκε μέσ΄απ΄το ταβάνι. Κατέβηκε δίπλα στο γυρμένο κεφάλι του που μισοφαινόταν κι έμεινε εκεί, ακολουθώντας τις κινήσεις του σώματός του. Και μέσα στον καθρέφτη άρχισε να προβάλλεται η περασμένη του ζωή. Το παιδί με τα κοντά παντελόνια πού΄τρεχε πίσω απ΄τη τσακαλαρία σε κάτι μπλε δρόμους, το σώμα του που ψήλωνε, ο πρώτος έρωτας, τα αγαπητιλίκια του, η συμπλοκή με τα μαχαίρια σ΄ένα σκοτεινό στενό –αίματα στάξαν – το κελί το σκοτεινό, το φεγγάρι μές΄απ΄τα κάγκελα, η έξοδος, τα μοναχικά περπατήματά του. Κι ο καθρέφτης έσπασε σε χίλια δυό μικρά θραύσματα και, σα κάτι να τα ρουφούσε, βγήκαν σφυρίζοντας έξω στο φως και χάθηκαν. Ωχ, έκανε σα να τού΄φυγε ένα βάρος και χτύπησε στο μέρος της καρδιάς με την ανοιχτή παλάμη του. Γύρισε στο τραπέζι ασθμαίνοντας και σωριάστηκε στη καρέκλα.

”Το βακτηρίδιο chondromyces aurantius ξεκινά σαν ένας σπόρος, στο σχήμα λεμονιού, που το παρασύρει ο άνεμος μέχρι να το φέρει σε χώμα με κατάλληλη υγρασία. Εκεί, ο σπόρος ωριμάζει και όταν ανοίγει, εκτοξεύει ολόγυρα ”μιά σειρά από ραβδοειδή βακτηρίδια που πετάγονται έξω σαν φωτιά από το στόμα του δράκου”. Στη συνέχεια, όλα τα νέα βακτηρίδια αρχίζουν να κινούνται μ΄ένα μυστήριο τρόπο, εφόσον δεν διαθέτουν κινητά μέρη, και τρέφονται συνεχώς μέχρι να ενωθούν με άλλους σπόρους και να αποτελέσουν μιά μεγάλη αποικία, ορατή στο γυμνό μάτι, που μοιάζει με άχρωμη μύξα. Οι μύξες αρχίζουν να κινούνται μέσα στο έδαφος, πολλές φορές επιστρέφουν διστακτικές στο σημείο που ξεκίνησαν, ξαναφεύγουν, λες κι αναζητούν την πηγή μιά νέας τροφής. Κάθε βακτηρίδιο μέσα στη γλοιώδη αυτή μάζα ακολουθεί τα ίχνη των ομοίων του, όπως οι παρατάξεις των μυρμηγκιών. Τρέφονται συνεχώς, μεγαλώνουν τη μάζα της μύξας κι αυτό μέχρι ν΄αρχίσει να λιγοστεύει η τροφή. Τότε, συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο.
Η μύξα σταματάει την περιπλάνησή της κι αρχίζει να ανασηκώνεται. Τα βακτηρίδια ανεβαίνουν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να σχηματίσουν μιά στήλη που φτάνει στο ύψος ενός χιλιοστού στραμμένη προς τον πρωινό υγρό αέρα. Αυτό ίσως να μη φαίνεται εντυπωσιακό, αν δεν ξέρει κανείς πως το κάθε βακτηρίδιο δεν ξεπερνά σε μήκος το ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Αν μεταφέρουμε την αναλογία στα μέτρα μας, θα δούμε πως σχηματίζεται ένας ανθρώπινος πύργος (μέσο ύψος ανθρώπου 1,60 μέτρα) ψηλότερος από 1.600 μέτρα. Από το ύψος του ζωντανού αυτού πύργου, τα βακτηρίδια παρασύ- ρονται από τον άνεμο ένα ένα, για ν΄αρχίσουν πάλι το βιολο- γικό κύκλο τους κάπου αλλού”.

H Στέλλα σηκώνει το ποτήρι της. ”Στην υγειά σου, Μαρίνο!”. Σήκωσε κι αυτός το δικό του χωρίς να τη κοιτάξει.

Να πέρασε κάνα μισάωρο από τότε; Στα ίδια. Mουγγαμάρα κι εκείνη να ρίχνει συνέχεια κρασί μέσα της. Γεμίζοντας το ποτήρι της ακόμα μιά φορά το τούμπαρε και τό΄χυσε απάνω της. Ο Μαρίνος έκανε να τη βοηθήσει, μα κείνη δε τον άφησε να σηκωθεί. Του κράτησε το χέρι και του τό΄σφιξε. Πιό πολύ και πιό πολύ. Τη κοίταξε. Τα μάτια της ήταν γλαρά και γυάλιζαν. Έκανες στροφή τώρα, πουλάκι μου; Σηκώθηκε απ΄τη θέση της και, τρικλίζοντας, πήρε τη καρέκλα της και κάθησε δίπλα του. Έγειρε στον ώμο του, γύρισε το πρόσωπό της και του έδωσε ένα ρουφηχτό, λυσάρικο φιλί στο λαιμό του



 Ftancis Piccabia, Η πρώτη συνάντηση

Μέσα στο βυθό της το κεντρικό νευρικό σύστημα είχε ήδη ξεθεμελιωθεί. Οι εικόνες μπροστά της δεν είναι σταθερές. Πάνε πέρα δώθε, νετάρουν, ξενετάρουν με ζαρωματιές. Ο ιδρώτας τρέχει στις μασχάλες της, ένα γλυκό φαγούρισμα στη κοιλιά, το στόμα στεγνό, οι χιλιάρες πέντε. Ο λαουτιέρης την έκοψε απ΄το βάθος. Ξέρει τι θα παίξει γι αυτούς τους δυό και κλείνει με νόημα το μάτι στο Μαρίνο για το τσαχπινάκι.

Όταν είσαι μεθυσμένη τότε πιό πολύ{2011- ”όργιο είναι όλη η εκρηκτική στιγμή της νεωτερικότητας, η στιγμή της απελευθέ- ρωσης σε όλους τους τομείς…*} σ΄αγαπάω και το θέλω το γλυκό φιλί{2011- …πολιτική απελευθέρωση, σεξουαλική απελευθέρωση, απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων, απεέυθέρωση της γυναίκας, του παιδιού, των ασυνείδητων ενορμήσεων, απελευθέρωση της τέχνης…} Μου το δίνεις με ναζάκια και με πείσματα, πέφτεις μες την αγκαλιά μου με τσακίσματα{2011- …Σήμερα πλέον όλα έχουν απελευθερωθεί, ο κύβος ερρίφθη και ξαναβρισκόμαστε συλλογικά μπροστά στο καίριο ερώτημα: ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΡΓΙΟ;} Εξηγιέσαι πολύ φίνα, ρε μανούλα μου, με τα κόλπα σου μου παίρνεις την καρδούλα μου{2011- …είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναπαίξουμε όλα τα σενάρια επειδή όλα έχουν υλοποιηθεί –πραγματικά ή δυνητικά -…} Έτσι θέλω να το πίνεις, πάντα να μεθάς, νά΄ρχεσαι στην αγκαλιά μου και να με φιλάς.

Κι εκεί, πάνω στο κάθετο, κυβιστικό ανέβασμα του πυρετού που δημιουργεί το φιλί της, νάσου πάλι αυτός από το 2011 που ανάβει μες το κεφάλι του Μαρίνου. Γιατί ο νους ότι θέλει κάνει, κανέναν δε ρωτάει. Θέλει τώρα, το κάνει τώρα. Δε δίνει λογαριασμό. Γαμότο. Θα του τα ρίξω όμως εγώ πρώτος. Μου λες τώρα διάφορα ακαταλαβίστικα. Εδώ μέσα στο Σουέζ, με τις σκοταριές που σου παίρνουν το μυαλό, θά΄φερνες εσύ τη γκομενούλα σου; Πως θα πατούσε με τα κομψά και τα γλυκά της ποδηματάκια; Θά΄λεγε πως είσαι μπατίρης, ρομαντικός, πως δε της κάνεις. Να την έβλεπε και κανένα μάτι σ΄ένα τέτοιο καταγώγιο στην απελευθερωμένη σας κοινωνία, α παπα…
”Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι εξελίσσονται. Ας μη πέσουμε στις παρελθοντολαγνείες. Ο κόσμος προχωράει μπροστά. Εν δυό, εν δυό, εμπρός, βήμα ταχύ. Ταχύτερο και ταχύτερο. Κι αν σας πιάνουν ταχυπαλμίες, αν οι αγωνίες σας σφίγγουν το λαιμό μην ανησυχείτε, είναι το αναγκαίο τίμημα. Καταναλώστε κάτι, θα παρηγορηθείτε. Ανοίξτε τη never sleeping TV που αδιαφορεί για τις ίδιες της τις εικόνες, αλλ΄αυτό είναι μιά άλλη ιστορία, θα σας βοηθήσει να αποδράσετε μέσα στις φωταψίες του κενού. Εν δυό, εν δυό, μη σταματάτε ποτέ. Η δημοκρατία είναι ξεπερασμένη σα περιεχόμενο. Βρισκόμαστε στη μετα-δημοκρατία, εκεί όπου όλα περιστρέφονται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Για σκοταριές θα μιλάμε τώρα; Τζουμ, τζουμ, τζουμ. Ντούροι κι ευθυτενείς βαδίζουμε προς το μέλλον. Όλα θα τακτοποιηθούν, όλα θα μπούν σε τελική τάξη. Όλα θα παρακολουθούνται για χατίρι της προστασίας σας, κανείς δε θα τολμάει, ούτε στα απόκρυφά του όνειρα, να διαταράξει τη περιστροφή. Τα σαρκώματα, οι όγκοι, οι καρκινογενείς αποφύσεις θα ξεπατωθούν διά της ξηρογραφίας πολιτών με αναπαυμένη συνείδηση. ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ. Η πλήρης αλλοτρίωση θα φέρει την τελική ευτυχία. Μην ανησυχείτε καθόλου. Εν δυό, εν δυό. Οι ιδεολογίες ξεφτίσαν, το βλέπετε με τα μάτια σας. Πότε προηγούμενα, σε εποχές κρίσης, συμπίεσης και αφαίρεσης τμημάτων των μισθών δε προκαλούσαν άνοδο των αριστερών κινημάτων; Ποτέ. Αντίθετα τώρα ανεβαίνουν τα δεξιά. Τί λέμε τώρα; Εν δυό, εν δυό, παραταχθείτε, στοιχηθείτε, χαμογελάστε και προχωρείτε στο διάδρομο. Σας το ζητούν οι μετανιωμένοι, οι αποθανόντες εισπράκτορες. Για το καλό σας. ΄Ολα γίνονται για το καλό σας. Για να απαλλαγείτε απ΄τους εφιάλτες σας, μιά γιά πάντα. Δε χρειάζεται να σκέφτεστε, το κάνουν άλλοι για λογαριασμό σας.
Κι αν αυτά δε φτάνουν, διέξοδοι υπάρχουν σε αφθονία. Ψυχαναλυτές, κουλτούρα, γενικώς και αορίστως, υπεραφθονία μουσικής, κάθε είδους μουσικής, όλες επιτρέπονται, γιόγκα, ανατολικές φιλοσοφίες ανακατεμένες με άλλα καρυκεύματα. Για να μη μιλήσουμε για τα πιό προωθημένα χημικά εργαστήρια που δουλεύουν για το καλό σας, μέρα νύχτα. Οι νέες σειρές αποδραστικών θα έχουν ποιητικά ονόματα. Κάψουλες φωτός. Πώς σας φαίνεται; Μπορούν να προκηρυ- χτούν και διαγωνισμοί με πλούσια βραβεία, όπου θα προτείνετε εσείς τα ονόματα των αποδραστικών σας ουσιών. Θα παίρνεις μιά κάψουλα φωτός και θα εξατμίζεσαι σ΄ένα απόλυτο χαλάρωμα, σε μιά απόλυτη αρμονία. Όχι χυμένοι σ΄ένα καναπέ και να φαντασιώνεστε, όχι. Θα δουλεύετε ταυτόχρονα, πιό εντατικά και με χαρά. Γιατί η εργασία είναι μιά ευλογία. Έρχεσαι σ΄επαφή με τους γύρω σου, επιβεβαιώνεσαι. Λίγο είν΄αυτό; Τι λέμε τώρα. Υγεία πριν απ΄όλα, για το καλό και τη πρόοδο των ασφαλιστικών μεγαθηρίων. Χαρά και εργασία. Εν δυό, εν δυό. Διάλειμμα για ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο χωρίς νικοτίνη, χωρίς κάδμιο και άλλες βλαβερές ουσίες που αρκετά τις ανεχτήκαμε. Εμπρός, μαρς, τζουμ. Τέλος τα αχ βαχ, υποδεχτείτε το Νέο Άνθρωπο, μαρς!

Κοίτα που ξεχαστήκαμε κι αφήσαμε το κορίτσι να το φαγουρίζει η κοιλιά του και να΄ναι κορωμένη. Ντροπή. Πίσω, ολοταχώς!

Μα, πως έκανε τέτοια στροφή αυτή; Τίποτα δεν έδειχνε προηγούμενα. Αδύνατο να τις καταλάβεις τις γυναίκες. ”Όχι, είναι λάθος να γενικεύει κανείς”, μπαίνει ένα άλλο πρόσωπο στη κουβέντα, γυναίκα αυτή τη φορά, κι αυτή απ΄το 2011. ”Τι θα πει γυναίκες και άντρες, όλοι το ίδιο είμαστε. Ανθρώπινα πλάσματα κι ο καθένας κι η καθεμιά κάτι διαφορετικό. Φτάνει πιά με τις γενικεύσεις. Το αλκοόλ επιδρά με πολλούς τρόπους στον άνθρωπο. Δε παίζει ρόλο αν είσαι άντρας ή γυναίκα”. Ο Μαρίνος έχει χάσει το μπούσουλα, δε ξέρει ποιόν και ποιά να πιστέψει. Ρωτάει τον εαυτό του κι απάντηση δε παίρνει. Τί να του πει ο εαυτός του; Αφού ούτε τον ίδιο το Μαρίνο δε μπορεί να καταλάβει. Και καλά όλ΄αυτά, αυτήνε τη γυναίκα τι να την κάνει τώρα; Απ΄τη μιά στιγμή στην άλλη του σερβιρίστηκε έτοιμη. ”Ντερβίση μου...” του ψιθυρίζει στ΄αυτί, ”πάμε να φύγουμε, είμαι δική σου και με καίει φωτιά”. Φεύγουν, άρον άρον. Παραπατάει εκείνη.

Σταθείτε όμως μιά στιγμή, όσο κι αν ξέρω πως σας έχω σκάσει. Τί ξέρουμε για τον Μαρίνο; Τίποτα δε ξέρουμε. Εγώ ξέρω, εσείς όμως όχι. Σάμπως η Στέλλα; Ξέρει τίποτα γι αυτόν, πέρα απ΄αυτά που είδε στο χέρι του; Μπορεί να είδε κι άλλα και να μη του τα είπε αλλά, όσο και νά΄ναι... Σήμερα, στο δικό σας το σήμερα, στο απελευθερωμένο σας σήμερα, είναι αυτονόητο ότι μιά γυναίκα αφήνεται τόσο γρήγορα; Μπορεί ο Μαρίνος νά΄ναι θεοπάλαβος, ένας serial killer για να το πούμε κι έτζι. Μπορεί να τη θεώρησε πουτανίτσα και να τη κάνει φέτες. Μα, μου ξαναείπατε, είναι μεθυσμένη. Και ποιός της είπε της μουσίτσας να μεθύσει; Τη πίεσε κανείς; Να, κάτι τέτοια γίνονται και μετά τραβάμε τα μαλλιά μας. Γιατί ο άνθρωπος, το ξέρετε, είναι το πιό άγριο ζώο της Γης και το πιό απρόβλεπτο. Για τέτοιους γράφτηκε, ήδη τότε, η Κοκκινοσκουφίτσα. Μα, θα μου πείτε, η Στέλλα δεν είναι κανένα άβγαλτο κοριτσάκι. Κι επειδή; Ναι, μ΄αυτό το πλευρό να κοιμάστε. Εδώ μανιπουλάρονται ολόκληροι πληθυσμοί και πρέφα δε παίρνουν. Και μη θαρρείτε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μιά, όπως τις βαφτίσαν, ”ελεύθερη ρεμπέτισσα του ΄30”, όχι. Η Στέλλα είναι ένα λαϊκό κορίτσι, κι αυτή χωρίς πατέρα (όπως...συνηθιζόταν τότε) και μιά μάνα που τρέχει μέρα νύχτα για να της βρει το σωστό γαμπρό να την αποκαταστήσει. Η Στέλλα όμως δε τα θέλει αυτά. Έχει πληγωθεί βαθιά, όχι μιά φορά, κι είπε ξανά να μη πιστέψει. Πως διαχειρίστηκε τις πληγές της, δε μας αφήνει να το δούμε. Κι όσο κι αν λέει κανείς πως τους ξέρει τους ανθρώπους, πάντα μπορεί να πέσει έξω. Ατέλειωτα τα δωμάτια του νου και πολλά εκείνα που είναι ερμητικά κλεισμένα.

Νάτοι λοιπόν οι δυό τους σ΄ένα δωμάτιο. Μας έπιασε η πολυλογία και χάσαμε σκηνές απ΄την αρχή.

Σαν εφήμερο περνούσε από πάνω του. Τον τύλιγε σα πεταλούδα και τον έκλεινε σε θαλάμους γεμάτους μυρωδάτα σύννεφα. Τον τύλιγε, τον μαλάκωνε με το ένα φτερό της και τον θέριευε με το άλλο. Σα φίδι βουτηγμένο σε σιρόπι περιελίσ- σονταν γύρω του. Χνούδια απέπνεε που μύριζαν κίτρο  και λικνίζονταν στο κενό από πάνω τους. Μαλακά κι αέρινα τον έβαζε στις σπηλιές της και τον έλουζε με νερά αλμυρής θάλασ- σας. Κραυγές μικρές αηδονίσιες βγαίναν απ΄το στόμα της και μπλέκονταν με τις δικές του τις λαχανιασμένες. Μπρούμητα γύριζε και τον οδηγούσε στα μονοπάτια της ράχης και μέσα στο λαμπερό φαράγγι της που το ύψωνε και το χαμήλωνε σαν αδελφά βουνά που χορεύουν σεισμικά.. Μέσα σε σφιχτούς, γυαλιστερούς διαδρόμους τον έφερνε και τον οδηγούσε σε σκοτάδια που φωτίζονταν από ξαφνικές αστραπές και τραντάγματα. Φωσφορικά τα μάτια της του έδειχναν, με μικρές μετακινήσεις της κόρης, τους τρόπους ν΄αναστατώνονται τα κύτταρά της, το ξεσβόλιασμα των περιβολιών της. Όχι, εκεί, ναι, ακολούθα με, ανάσανε, πιό πέρα, πιό κάτω, εκεί, ναι, ναι.
Κι όταν τα φράγματα άρχισαν να ξεχειλίζουν, όταν ο αέρας που φύσαγε από πάνω τους άρχισε να ξεφουσκώνει τα μάγουλά του, μιά κυματιστή φωνή που ξεκίνησε απ΄τα μάτια της, πέρασε απ΄το λαιμό ανασηκώνοντας τις φλέβες του, τσίτωσε τις κορφές των δυό λόφων της, κατέβηκε αναταράζοντας το κέντρο του στρογγυλού αλωνιού της, τρεμούλιασε τα πόδια της, τα τυλιγμένα στη ράχη του και, παρέδωσε τους λαγόνες της σ΄ένα δαιμονικό σπασμό.

Τώρα–γιατί; - θα ξηλώσω το πλεχτό. Τα παραπάνω είναι κάποια λογοτεχνικοειδής περιγραφή μιάς ερωτικής πράξης με κοράλια, χνούδια και περικοκλάδες. Θα μπορούσε να είχε περιγραφεί στυγνά, σχεδόν πορνογραφικά, ή ακόμα πιό ρομαντικά. Η ουσία είναι πως η Στέλλα ήθελε να πάρει και πήρε αυτό που ήθελε, με επιτήδειους τρόπους. Μας είναι ολό- τελα άγνωστο αν έκανε έρωτα με το συγκεκριμένο Μαρίνο, αν ήταν μοναχά στη παραζάλη του μεθυσιού της, ή αν χρησιμοποίησε το σώμα αυτού του ανθρώπου και φαντασιωνόταν άλλα. Είναι από κείνα τα πράγματα που δε μπορεί κανείς να τα ξέρει με τις γυναίκες. Γιατί, απλούστατα, δε τις εμπιστευόμαστε. Όχι ότι εμείς είμαστε πιό ανοιχτοί, αλλά λέμε τώρα. Οι γυναίκες –άντε πάλι οι γενικεύσεις- ξέρουν να μιλάνε, αλλά δε το κάνουν. Δε ξέρω. Ίσως κι εμείς ζητάμε την άρθρωση μιά γλώσσας που τη συντάξαμε εμείς και επιμένουμε να τους τη φορέσουμε. Όπως και νά΄ναι, ο Μαρίνος τά΄χε χαμένα. Τέτοιο πράγμα δε τού΄χε ξανασυμβεί. Την κοίταγε και τού΄χε δεθεί η γλώσσα. Τί να πεί; Δεν ήταν μαθημένος να τον καθοδηγάνε, απορούσε με τον εαυτό του πως το δέχτηκε. Το συναισθηματικό του λεξιλόγιο ήταν από ανύπαρκτο ως πάμφτωχο και είχε αρκετό μυαλό για να καταλάβει πως τα μαγκίτικα που ήξερε δε χωρούσαν εδώ.
Της χάιδεψε τα χείλη κι εκείνη του φίλησε τα δάχτυλα, κοιτάζοντάς τον τρυφερά. ”Πρέπει να φύγω”, του είπε μαλακά. ”Να φύγεις; Γιατί; Πρέπει;”. ”Πρέπει”. ”Πού θα σε βρώ;”. Δε του απάντησε, χαμογέλασε μόνο. Τού΄δωσε ένα τελευταίο φιλί και σηκώθηκε. Πάει, έφυγε το κορίτσι. Βγήκε κι αυτός λίγο αργότερα. Η ποτιστήρα του Δήμου Θεσσαλονίκης είχε μόλις περάσει και μύριζε νοτισμένο χώμα. Έτζι γίνονταν τότε. Τώρα μας αφήνουνε να καιγόμαστε, πληρώνοντας εκατονταπλάσια δημοτικά τέλη.

Εδώ τελειώνει μιά ακόμα ασήμαντη καθημερινή ιστορία της συνάντησης δυό ανθρώπων. Την έψαξε; Ναι, την έψαξε. Η Ζωή, η φιλενάδα της, δεν ήξερε ούτε πού είναι ο σπίτι της, ούτε κάτι άλλο. Την κατάπιε η γη. Δε τη ξαναπέτυχε, αυτό ήταν όλο κι όλο. Η ζωή, ολοκληρωτικά αδιάφορη, συνεχίζεται. Το βράδι θα αστροφεγγιάσει, βγάζοντας τη γλώσσα στις σημερινές ”απελευ- θερωμένες” κοινωνίες των ανθρώπων του ”ανεπτυγμένου” κόσμου...


Κώστας Λαδόπουλος, μεταξύ 18 και 24 Απρίλη του 2011 στη Solskensvägen. Η ιδέα της μεθυσμένης γυναίκας υπήρχε πολλά χρόνια στο μυαλό και μπολιάστηκε κατάλληλα με μερικά μικρασιάτικα πάνω σ΄αυτό το θέμα.







Πέμπτη 17 Μαΐου 2012



    Θ...
ο νταβατζής
_________________________________________________
ένα μικρό διήγημα με αφετηρία τέσσερεις φωτογραφίες



Φωτο 1. Ο Θ.... ο νταβατζής (λεπτομέρεια)




Φωτο 2. O Θ.... με κουστουμιά και ριγωτή κάλτσα (λεπτομέρεια)







Φωτο 3. Σχόλιο του Η. Πετρόπουλου: "O Mπάτης παρλάρει, υποδυόμενος τον πλανόδιο θαυματοποιό, μπρος στο καφενεδάκι του, στου Καραϊσκάκη 1934 (1934;)





Aκούστε το τραγούδι κάνοντας κλικ στο παρακάτω (συχνά αργεί. αλλά έρχεται...)


Μού΄χει σφηνώσει η φάτσα σου στο κεφάλι.. Εκείνο το χαζογέλιο στο στόμα σου, καθώς βλέπεις τα καμώματα του Μπάτη. Είσαι πολύ νέος. Πόσο νά΄σαι; Ανάμεσα στα 25 και 26; Μαγκάκι. Κάθεσαι εκεί σταυροπόδι, μισός στον ήλιο, μες τη ζέστα που κάθεται σα βαρύ, υγρό σύννεφο πάνω απ΄τον Περαία. Περνάς την ώρα σου, έτσι; Δε βιάζεσαι, γιατί να βιαστείς; Νιάτα έχεις, «αθάνατος» είσαι, νταλκάδες πολλούς δεν έχεις στο κεφάλι. Άλλες «δουλεύουν» γιά πάρτη σου. Η Νίτσα, η Κούλα, η Φωφώ. Γυναικάκια μιά σταλιά, τροφαντά και τσαχπίνικα, που τα βρήκες στις φτωχογειτονιές Δυό απ΄τα νησιά και μιά προσφυγούλα. «Ξένο» κρέας, μεγαλύτερη η περιέργεια γιά τους πελάτες.

Τη Νίτσα τη βρήκες καθώς άπλωνε τη μπουγάδα. Περνούσες από κει και σου γυάλισε. «Τώρα θα σε φτιάξω», σκέφτηκες. «Έλα δω, ρε πιτσιρή
. Δως μου λίγο το καθρεφτάκι σου...». «Τί να το κάνεις, ρε κύριος; Είναι δικό μου το καθρεφτάκι». «Έλα δω ρε, δε θα στο φάω, να...», έβαλες το χέρι στη κωλότσεπη. «Τσάκα αυτό το παστέλι. Δικό σου. Να στο δανειστώ θέλω μόνο, δε θα στο πάρω». Ο πιτσιρικάς άρπαξε το παστέλι και τό΄χωσε όλο στο στόμα του, μη τυχόν και μετανιώσεις. «Δε θα μου το φας το καθρεφτάκι, θα με κυνηγάει η αδρεφή μου». «Όχι ρε, θ΄ανέβω εκεί και θα στο ξαναδώσω σε λίγο...».

Σκαρφάλωσες στην απέναντι ψευτοταράτσα που έζεε απ΄τις κουτσουλιές των περιστεριών. Να, η μύγα. Γύρισες το καθρεφτάκι προς τον ήλιο κι έφερες το φωτεινό στίγμα πάνω στ΄απλωμένα ρούχα της μικρής. Το κουνάς πέρα-δώθε. Δε παίρνει πρέφα. Το φέρνεις πάνω της, στο τσίτι που φοράει. Το πας στο λαιμό της, το κατεβάζεις στα στήθια της και τα χαϊδεύεις με φως. Το πας πιό κάτω, στην κοιλιά της. Κλείνεις τα μάτια κι απ΄το φάρυγγά σου βγαίνει ένα ευχαριστημένο «μμμ...». Με μιά απότομη κίνηση το φέρνεις στα μάτια της και την τυφλώνεις. Σηκώνει τ΄αδύνατό της μπράτσο, να προφυλαχτεί απ΄τη λάμψη.



 Κοιτάζει ολόγυρα. Αρχίζεις να την παίζεις κι εκείνη εκνευρίζεται. «Έλα, κόφτε το παιχνίδι κι αφείστε με να κάμω τη δουλιά μου», φωνάζει στο κενό. Σηκώνεσαι όρθιος, τεντώνεις το σώμα σου, βάζεις τα χέρια στη μέση. «Γειά σου, μορφονιά», της πετάς. 
Τα υπόλοιπα γίναν γρήγορα. Σε βλέπει, χαμογελάει, κατεβαίνεις, πας κοντά της κι αρχινάς το πίτσι-πίτσι. 
Το βράδυ βγήκατε βολτίτσα. Εύκολη ήταν. Χαζό. Δε πήρε παραπάνω από μήνα να την ψήσεις. Λογάκια, υποσχέσεις, αισθηματάκι, «γιά λίγο καιρό μόνο, έτσι, να μαζέψουμε μερικά ψιλά για τις ανάγκες μας, γιά να πάμε παραπέρα...» Πάει αυτή. Η Νίτσα...

Η Κούλα ήταν σκληρό καρύδι. Σε τυράνισε. Δε τσίμπαγε σε τέτοια. Σε γούσταρε, αλλά δεν... Έβαλες τα δυνατά σου, τίποτα. Ώσπου, ένα δειλινό, σε μιά απόμερη γωνιά, της έβαλες τον κόφτη στο λαιμό και της σφύριξες στ΄αυτί: «κοίτα, εγώ σου ξηγιέμαι καλά. Αν θες αλλιώτικα, σ΄έφαγα. Θα σε κάνω φέτες κι ας με κλείσουν μέσα!» Λύγισε. Φοβήθηκε. Τα μάτια της υγράθηκαν. Ε, καί; 


Η ντουντού Τασώ την πήρε με τα σορόπια. «Δες, τι καλά που σου στέκεται στη μέση. Δαχτυλίδι η μεσούλα σου...αχχχ, νιάτα... Πάρτο, δικό σου είναι. Κοίτα, μόνο γιά 3-4 φορές. Μου έφυγε μιά Μυτιληνιά και μ΄άφησε ρέστη. Ώσπου νάβρω μιά άλλη... μόνο γιά 3-4 φορές. Κανείς δε θα μάθει τίποτα. Στα μουλωχτά. Πάρε κι αυτό». Της έχωσε ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στην παλάμη. Εσύ στεκόσουν στο πλάι κι έσκαγες χαμόγελα. Πάει κι αυτή...

Η Φωφώ... Η Φωφώ ήταν το λουλούδι σου, το σπλάχνο. Στον Παράδεισο σε πήγαινε σα σε κρατούσε στην αγκαλιά της. Από το Μπουνάρμπασι σου έλεγε πως ήταν, ή κάτι τέτοιο...Είχε ένα ελαττωματάκι αλλά, πάει στο διάολο. Κάτι πάθαινε στα καλά καθούμενα, σφιγγόταν κι άρχιζε να τρέμει. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα. «Θα ηπεράσει», σού΄λεγε, «μην ανησυχείς, δε φταις εσύ. Είναι από τότε...» Ήταν εντάξει το Φωφάκι και ζουμπουρλούδικο. Προστασία χρειαζόταν, προστασία της έδωσες και με το παραπάνω.Ορφανή ήτανε, βολική περίπτωση. Μιά μάνα που πρωί-βράδυ ξενόπλενε κι ένα σκαταδρεφάκι μαραμένο, δε μετρούσε.
 Ήταν και κάποιος άλλος που την τριγύριζε, ένας μισή μερίδα. Έφαγε μερικές σβουρηχτές, έκανε στη μπάντα.
Κι έτσι, τις έκανες τρεις. Δεν είναι κι άσχημα. Το πουγγί άρχισε να γεμίζει. Οι Κυριακές όμως ήταν γιά τη Φωφώ. Φτιαχνόταν το Φωφάκι, στολιζόταν και σε περίμενε σα τον άγγελο. Την πήγαινες εκεί, στου Μελέτη κοντά στη θάλασσα. Ουζάκι, σαρδελίτσα στα κάρβουνα, δε ζήταγε πολλά. Κι όλο σε κοιτούσε στα μάτια. ΄Οταν κρύωνε την έπαιρνες αγκαλιά κι εκείνη κούρνιαζε και γουργούριζε σα περιστέρι. Ήταν εντάξει το Φωφάκι. Ότι και να της ζητούσες θα τό΄κανε. Σίγουρη.

Όταν έφτασε η στιγμή να της το ρίξεις, την πήγες στη Ραφήνα. Το συνδύασες με το που σού΄χε ΄κονομήσει κάποιος φίλος φίνο μαυράκι. Ήταν πολύ χαρούμενη κείνο το βράδυ. Έστριψες ένα τσιγαρλίκι. «Τί το θέλουμε αυτό; Κι έτσι καλά δεν είμαστε;», σου ψιθύρισε τρυφερά. Καααλά... Την έπιασε το μαυράκι. Όταν της τό΄ριξες, έγινε άσπρη σα το πανί. Ζάλη, κούρνιασμα, τρυφεράδες, πέταξαν μακριά. Μαζεύτηκε κι έκλεισε σαν όστρακο. Εσύ όμως τα κουμαντάρεις αυτά. Το δίπλωσες από δώ, το τύλιξες από κει, το κατάπιε.



 Όταν γυρίζατε με τον Πανάγο που σας είχε φέρει, δεν έβγαζε «κιχ». Κράταγε μονάχα το κομένο σου δάχτυλο και τα χέρια της τρέμαν. Τί να γίνει; Η ζωή είναι δύσκολη, έχει απαιτήσεις. Η ζωή δεν είναι περβόλι στρωμένο με λούλουδα...

Έεετσι λοιπόν με τα γκομενάκια. Και τώρα, κάθεσαι ανέμελλος και κάνεις χάζι με τα κόλπα του Μπάτη. Ευχαριστημένος με τον εαυτό σου και πως τά΄χεις βολεμένα. Πιάνει ο Μπάτης το μπαγλαμαδάκι και νταρι-νταντρά, παίζει το δικό σου τραγούδι «Στου Μπεζεστένη την αυλή» του άλλου μόρτη, του Σωτήρη του Γαβαλά. «Έτσι μπράβο, ρε μάγκα», του λες βραχνά και σηκώνεσαι και ρίχνεις και τις βολτίτσες σου.




Aκούστε το τραγούδι κάνοντας κλικ στο παρακάτω:
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Stou%20Bezesteni%20tin%20avli%20%281932%29.mp3

Κρέμεται το βαρύ σύννεφο της ζέστας πάνω από τον Περαία που βράζει. Τα περιστέρια ολόγυρα χοροπηδάνε, τσιμπολογώντας. Λίγο πιό πέρα, μέσα στα νερά της παραλίας, τα φύκια πανε κι έρχονται με αργές, λικνιστικές κινήσεις. Τί καταλαβαίνουν τα φύκια: Τίποτα δε καταλαβαίνουν... Τί να καταλάβουν δηλαδή; Δε τά΄φτιαξε ο Θεός γιά να καταλαβαίνουν. Γιατί τά΄φτιαξε άραγες; Σάμπως ήξερε κι αυτός; Πάντως, ένα είναι το σίγουρο, ότι δε σκαμπάζουν γρυ. Σάμπως όλ΄αυτά τα κορόιδα στα Λεμονάδικα σκαμπάζουν; Τον κακό τους τον καιρό. Μιά ζωή μες τα λεμόνια... ουστ! Τράβα ΄συ, ρε Θ..., τράβα το δρόμο σου όπως ξέρεις. Ασ΄ τους κοροιδόμαγκες και, τράβα στο δρόμο σου. Έτσι και βρίσκαμε πεντέξη γυναικάκια ακόμα, θά΄ταν πρίμα. Ποιός μας έπιανε μετά... Θ' ανεβοκατέβαινα με κούρσα στα καμπαρέ στην Αθήνα, με απλωμένες τις αρίδες. Μιά σήμερα, άλλη αύριο. Τί λέω; M΄άλλη θα ανέβαινα και μ' άλλη θα κατέβαινα στον Περαία. ΄Κείνα τ΄αμπέλια της θειάς, που θα μου πάνε... Τι τα θέλει, γριά γυναίκα; Oύτε παιδιά έχει, ούτε σκυλιά. Δώστα, μωρή καρακάξα στ΄ανηψάκι σου που είναι μες τη βράση του... Τι κωλοζέστη... Θα πα να ρίξω έναν υπνάκο, νά΄μαι φρέσκος το βραδάκι όταν θα πάω στα κορίτσια να μαζέψω τη σοδειά, να δω πως τα πάνε. Μετά, στο σινάφι, να τα κοπανίσουμε.
Σήμερα είναι Τρίτη, 18 του Αυγούστου του ΄34. Όλα παν μιά χαρά. Ποιός ο λόγος γιά νταλκάδες;



Aκούστε το τραγούδι κάνοντας κλικ στο παρακάτω:
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Ade%20re%20morti%2C%20Piraiwti%20%281931%29%20Arapakis.mp3